- φροϋδισμός
- ο, Νη ψυχαναλυτική θεωρία τού Αυστριακού ψυχιάτρου Φρόυντ.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. freudism, από το όν. τού Αυστριακού νευρολόγου-ψυχιάτρου Sigmund Freud + κατάλ. -ism].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φροϋδιστής — ο, θηλ. φροϋδίστρια, Ν [φροϋδισμός] οπαδός τού φροϋδισμού … Dictionary of Greek